στυγερώς

στυγερώς
Α
επίρρ. βλ. στυγερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στυγερῶς — στυγερός hated adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”